- προστέμνω
- προστέμνω,A cut also, ἀλλᾶντος προστετμημένον a slice of sausage also, Antiph.71: [dialect] Dor.2 [tense] aor.
ποτέταμε IG42(1).110
C9 (Epid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτέταμε IG42(1).110
C9 (Epid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προστέμνω — Α 1. κόβω επίσης 2. φρ. «ἀλλᾱντος προστετμημένον» ένα κομμάτι λουκάνικο επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τέμνω «κόβω, κομματιάζω»] … Dictionary of Greek
ποτιτέμνω — Α (δωρ. τ.) προστέμνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τέμνω] … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek